- βατάνη
- βατάνηEtymology: s. πατάνηPage in Frisk: 1,226
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
βατάνη — (Α) βλ. πατάνη … Dictionary of Greek
βατάνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατανέων — βατάνη fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατανῶν — βατάνη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βατάνα — βατάνᾱ , βατάνη fem nom/voc/acc dual βατάνᾱ , βατάνη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάνη — η, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. η καραβάνα τών ναυτών κατά τα παλαιότερα χρόνια αρχ. είδος ρηχού πιάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια σειρά λέξεων που δηλώνουν όργανο, σκεύος, με επίθημα άνη (πρβλ. λεκ άνη, χο άνη, σκαπ άνη) και συνδέεται … Dictionary of Greek